- προκελεύω
- προκελεύω,A give orders before, Wilcken Chr.14 iii 16 (1 A. D.), dub. sens. in Hsch. s.v. [full] προκελήδης (corrupt form).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκελεύω — Α παρακινώ, παρορμώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κελεύω «προτρέπω, προστάζω»] … Dictionary of Greek
προκελεῦσαι — προκελεύω give orders before aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελεύεται — προκελεύω give orders before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
прокелевзматик — ПРОКЕЛЕВЗМА´ТИК (греч. προκελευσματικός, от προκελεύω погоняю вперед) см. дипиррихий … Поэтический словарь
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
προκέλευσμα — και προκέλευμα, ατος, τὸ, Μ [προκελεύω] η εκ τών προτέρων παρόρμηση, προτροπή («τοῡ φαλαγγάρχου δὲ τὸ προκέλευσμα», Ψελλ.) … Dictionary of Greek
προκελευσματικός — ή, ό / προκελευσματικός, ή, όν, ΝΑ [προκελεύω] 1. παρορμητικός, προτρεπτικός 2. φρ. «προκελευσματικός πους» (μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές αρχ. (μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» ο πόδας που αποτελείται από … Dictionary of Greek